GR4320004 - Μονή Καψά (Φαράγγι Καψά και γύρο περιοχή)

Κωδικός
GR4320004
Τύπος
SCI
Ημερομηνία πρώτης συλλογής δεδομένων
01/01/1995
Ημερομηνία πρότασης ως SCI
01/04/1997
Ημερομηνία επιβεβαίωσης περιοχής ως SCI
01/09/2006
Ημερομηνία καθορισμού ως SAC
01/03/2011
Εθνική νομική αναφορά του καθορισμού της περιοχής ως SAC
Law 3937/29-3-11 (OJ 60 A)
01/05/2009

Χάρτης

Ποιότητα

Η τοποθεσία χαρακτηρίζεται από μεγάλη αισθητική αξία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χλωρίδα που φιλοξενεί η περιοχή (μερικά ενδημικά και τοπικά ενδημικά είδη εκ των οποίων κάποια σπάνια) καθώς και η γεωμορφολογία του φαραγγιού. Πρόκειται για φαράγγι μικρού σχετικά μήκους (περίπου 3χλμ.) που διανοίγεται σε ασβεστίλιθο Τρίπολης με διεύθυνση Βορά-Νότου. Στα κάθετα τοιχώματα του φαραγγιού, που κυριαρχούν τα φρύγανα, διανοίγονται μικρά έγκοιλα ενώ η κοίτη του ποταμού καλύπτεται σε πολύ λίγα σημεία από πικροδάφνες Nerium oleander και λυγαριές Vitex agnus castus.

Η περιοχή βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος της Κρήτης, περίπου 35 χλμ. ανατολικά της Ιεράπετρας και 10 χλμ. ανατολικά από τον Μακρύγιαλο. Περιλαμβάνει το μικρό φαράγγι Περβολακίων, μήκους 3 χλμ., το οποίο πήρε την ονομασία του από το χωριό που γειτνιάζει με το ανώτερο όριό του. Το φαράγγι είναι γνωστό και με το όνομα της Μονής Καψά, η οποία  χρονολογείται από τον 15ο αιώνα και βρίσκεται στην έξοδο του φαραγγιού προς τη θάλασσα, όπου υπάρχει και μια μικρή παραλία με βότσαλο. Η περιοχή περιλαμβάνει γκρεμούς, χάσματα και βράχια. Ασβεστόλιθοι της σειράς Γάβρου-Τριπόλεως αποτελούν το πέτρωμα των υψωμάτων γύρω από τη Μονή Καψά και το φαράγγι.

Η Μονή Καψά ιδρύθηκε τον 15ο αι. και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα) όταν ηγούμενος ήταν ο Γεροντογιάννης, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για την οποία υπάρχουν πολλοί θρύλοι, και ο οποίος κηρύχθηκε όσιος. Στην έξοδο του φαραγγιού προς τη θάλασσα, υπάρχει μια μικρή παραλία με βότσαλο. Το θαλάσσιο τμήμα της περιοχής καλύπτει λιγότερο από το 1% της έκτασής της. Στους οικότοπους περιλαμβάνονται: εσωτερικοί  απόκρημνοι βράχοι, βραχώδης κάθετες ορθοπλαγιές, χείμαρρος περιοδικής ροής και φρύγανα σε καλή κατάσταση.

Η περιοχή μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν εντελώς απομονωμένη, καθώς δεν ήταν εύκολα προσεγγίσιμη από την ξηρά. Η Μονή Καψά είναι χτισμένη σε απόκρημνη θέση, πάνω σε κάθετους βράχους. Στην περιοχή αναπτύσσονται κτηνοτροφικές και περιορισμένες τουριστικές δραστηριότητες.

Οι μόνες αξιοσημείωτες επιδράσεις και απειλές στην περιοχή είναι η εκτροφή ζώων, η διάβρωση και η φωτιά.

Άλλα χαρακτηριστικά

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η χλωρίδα που φιλοξενεί η περιοχή (μερικά ενδημικά και τοπικά ενδημικά είδη, εκ των οποίων κάποια σπάνια), καθώς και η γεωμορφολογία του φαραγγιού. Στα κάθετα βράχια με τις πολλές σπηλιές φωλιάζουν και βρίσκουν καταφύγιο πολλά αρπακτικά πουλιά, όπως ο γύπας (Gyps fulvus), ο πετρίτης (Falco peregrinus) και το βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus), και άλλα είδη πουλιών, όπως ο γαλαζοκότσυφας (Monticola solitarius) και η ασπροκωλίνα (Oenanthe hispanica).

Στα κάθετα τοιχώματα του φαραγγιού, όπου κυριαρχούν τα φρύγανα, διανοίγονται μικρά έγκοιλα, ενώ η κοίτη του ποταμού καλύπτεται σε πολύ λίγα σημεία από πικροδάφνες (Nerium oleander) και λυγαριές (Vitex agnus-castus). Η περιοχή χαρακτηρίζεται από μεγάλη χλωριδική ποικιλότητα, φιλοξενώντας –σε μια μικρή σχετικά έκταση– τουλάχιστον 14 σπάνια ενδημικά ή στενοτοπικά κρητικά είδη. Στα όρια των βιοτόπων που περιλαμβάνει, φιλοξενείται ο μοναδικός γνωστός πληθυσμός της Thymbra calostachya, ενός σπάνιου και στενοενδημικού χειλανθούς φυτού της Κρήτης, το κρητικό ενδημικό υποείδος Dianthus fruticosus subsp. sitiacus (γαρυφαλάκι της Σητείας), η ενδημική κρητική κενταύρια (Centaurea raphanina subsp. raphanina), τα ενδημικά Crepis tybakiensis, Serratula cichoracea, Hypericum amblycalyx, Phlomis lanata (αγκαραθιά), Scutellaria sieberi, Teucrium alpestre, Limonium cornarianum, Galium graecum subsp. pseudocanum, η στενοενδημική μπελεβάλια της Σητείας (Bellevalia sitiaca), καθώς και πολλά σπάνια και ενδημικά είδη της Ελλάδας ή του Αιγαίου. Άλλα σημαντικά είδη χλωρίδας, που εντοπίζονται κυρίως μέσα στο φαράγγι και στα κάθετα βράχια, είναι τα: Anthemis tomentella, Campanula pelvifomis, Centaurea argentea, το πλουμί ή αρχοντόξυλο Ebenus creticum, Erysium creticum, Nepeta melissifolia και Stachys spinosa. Το φυτό Tordylium hirtocarpum προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81), η σιλινή Silene pinetorum προστατεύεται από την Ελληνική Νομοθεσία (Προεδρικό Διάταγμα 67/81) και περιλαμβάνεται στο Κόκκινο Βιβλίο (IUCN 1993) στην κατηγορία των απειλούμενων φυτών με το χαρακτηρισμό "σπάνιο", η Brassica cretica ssp. cretica είναι χασμόφυτο και πολύ σπάνιο φυτό.

Τεκμηρίωση

1) 3.2.c., 3.3., 4.1., 4.2., 4.3.: Medspa Database.
2) Patras University - Ministry of Environment, Physical Planning and Public Works. 1988. (Work Team: Economidou E. et al) Entopismos kai meleti ton ygroviotopon kai allon simantikon gia tin ornithopanida viotopon tis Kritis (Localization and study of wetlands and of other important for the birdfauna biotopes of Crete). Final report, Vol. 1, Patra. p. 384.
3) Turland N.J., Chilton L. & Press J.R. 1993. Flora of the Cretan area. London, HMSO.

4) Sowig, P. 1985. Beitrage zur Kenntnis der Vebreitung und Okologie der Amphibian und Reptilien Kretas. Salamandra 21(4):252-267.

5) Archives of the Hellenic Zoological Society.

6) Valakos E. Personal communication.

7) Paragkamian K. Personal communication.

8) Vardinoyannis K. 1994. Viogeografia ton Chersaion Malakion sto Notio nisiotiko Agaiako toxo (Biogeography of land snails in the south Aegean arc). PhD Thesis. Athens University.

9) Georghiou K. 1995. Checklist of Endemic, Rare and Threatened Plants of Greece. Draft. University of Athens. (3.3, 3.4, 4.2)

Αναφορά: Natura 2000 φόρμα δεδομένων (αγγλικά), έκδοση βάσης 7 Φεβ 2014